αυχητής

αυχητής
αὐχητής, ο (Α) [αυχώ]
κομπαστής, υπερόπτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αὐχητής — boaster masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐχητά — αὐχητά̱ , αὐχητής boaster masc nom/voc/acc dual αὐχητής boaster masc voc sg αὐχητής boaster masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχητικός — αὐχητικός, ή, ό (Α) [αυχητής] αλαζονικός, υπεροπτικός …   Dictionary of Greek

  • αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”